- φρεγάδα
- φρεγάδα, η και φρεγάτα, η και φεργάδα, η(λ. ιταλ.)1. ιστιοφόρο πλοίοτου παλιού πολεμικού ναυτικού με τρία όρθια κατάρτια και πλήρη εξάρτυση δρόμωνα.2. σύγχρονο ανθυποβρυχιακό πλοίο συνοδείας.3. μτφ., γυναίκα εύσωμη, καμαρωτή, κομψή, ωραία.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.